Από την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση στην Περιφερειακή Διακυβέρνηση

Όπως είναι γνωστό, βρίσκεται σε εξέλιξη, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένας πολύ μεγάλος δημόσιος διάλογος σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Βασική θεματική αυτού του δημόσιου διαλόγου είναι η μετεξέλιξη του μοντέλου Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης της ΕΕ προς μια πιο λειτουργική και πιο αποτελεσματική κατεύθυνση, με κύριο χαρακτηριστικό την πιο ενεργή συμμετοχή των Περιφερειών της Ένωσης στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Η συζήτηση αυτή περιλαμβάνει πολλά στοιχεία τα οποία αφορούν και τις ελληνικές Περιφέρειες, τόσο σε επίπεδο διαπιστώσεων, όσο και σε επίπεδο επιλογών δημόσιας πολιτικής.
Η διεθνής εμπειρία, όπως καταγράφεται στα πλαίσια του προγράμματος ESPON της Ευρωπαϊκής Ένωσης που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, έχει καταδείξει ότι η βασική προσέγγιση που πρέπει να υπάρξει ως προς την μετεξέλιξη του σχήματος διαμόρφωσης και άσκησης δημόσιας πολιτικής σε όλα τα επίπεδα πρέπει να είναι η υιοθέτηση ενός μοντέλου ολοκληρωμένης τοπικής/περιοχικής προσέγγισης που να εδράζεται σε πέντε στοιχεία-κλειδιά:
Α) Ο σχεδιασμός των αναπτυξιακών στρατηγικών πρέπει να γίνεται σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο, σε πρώτο χρόνο και μετά να ανάγεται σε εθνικό επίπεδο, έτσι ώστε να αντανακλώνται προτεραιότητες και επιλογές που ανταποκρίνονται σε τοπικές/περιφερειακές ανάγκες.
Β) Ο σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με πεδία αναφοράς περιοχές που προσδιορίζονται με κοινά λειτουργικά χαρακτηριστικά (λειτουργικές περιοχές) και όχι με την απλή διοικητική οριοθέτηση, καθώς έτσι μπορούν να επιτευχθούν σημαντικές οικονομίες κλίμακας και «να κάνουμε περισσότερα με λιγότερους πόρους».
Γ) Πρέπει να αναζητηθούν και νέα σχήματα διακυβέρνησης, ιδίως ως προς την εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών, με τη συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα, κυρίως υπό τη μορφή Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα.
Δ) Η αναζήτηση και δημιουργία νέων επενδυτικών εργαλείων, και κυρίως εργαλείων που συνεπάγονται κοινές επενδυτικές προσπάθειες με το συνδυασμό περισσότερων πηγών χρηματοδότησης είναι βασικό στοιχείο ανανέωσης του μοντέλου διακυβέρνησης.
Ε) Η μεταφορά αρμοδιοτήτων και ευθυνών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο να συνοδεύεται πάντα από την πρόνοια για την αύξηση της δυνατότητας των τοπικών και περιφερειακών αρχών να ανταποκριθούν σε αυτές τις νέες συνθήκες, μέσω μεταφοράς ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων αλλά και θεσμικής αναδιάρθρωσης του πλαισίου δράσης.
Είναι προφανές από τα ανωτέρω ότι πλέον το ζητούμενο είναι ένα νέο μοντέλο Περιφερειακής Διακυβέρνησης, τόσο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Οι Περιφέρειες, ως λειτουργικά σύνολα που εκφράζουν ένα βαθμό αυτοδιοίκησης, συμβάλλουν στη δημοκρατική νομιμοποίηση της λειτουργίας της Πολιτείας (σε εθνικό επίπεδο) αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ως καταλυτικοί συντελεστές του συστήματος της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης, προάγουν ως άμεσοι και καθημερινοί εκφραστές της λαϊκής βούλησης και της δημόσιας εξουσίας, τις βασικές αρχές επί των οποίων εδράζεται η Ελληνική Πολιτεία και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας , σε εθνικό επίπεδο. Η ενεργοποίηση των Περιφερειών κατά το ανωτέρω πρότυπο θα συμβάλλει αποφασιστικά στην αποτελεσματική εφαρμογή της καθώς ως ένα επίπεδο σχεδιασμού και εφαρμογής δημόσιας πολιτικής πιο κοντά στον πολίτη από την κεντρική διοίκηση, μπορεί να έχει αμεσότερη αντίληψη των προβλημάτων και καλύτερη εικόνα των πιθανών λύσεων.
Συναφής είναι και ο προβληματισμός της δομικής αλλαγής στο εσωτερικό της Περιφερειακής Διακυβέρνησης, με ενίσχυση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των συλλογικών οργάνων σε κανονιστικό επίπεδο, ώστε να αποκτήσουν κομβικές αποφασιστικές αρμοδιότητες, και έτσι να εξισορροπηθεί το σύστημα κατανομής ισχύος με τα εκτελεστικά όργανα των Περιφερειακών Αρχών.
Στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό, για την ανάληψη κάθε κανονιστικής ή και νομοθετικής πρωτοβουλίας, σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο, αυτή να συνοδεύεται από μελέτη εκτίμησης περιοχικών επιπτώσεων (territorial impact assessment) που να καταγράφει τις πιθανές συνέπειες της πρωτοβουλίας για τις Περιφέρειες που αφορά.
Άλλωστε, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου που έχει ξεκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το μέλλον της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ μετά το 2020, για να εκπληρώσει η Πολιτική αυτή τους στόχους της πρέπει να βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη που θα λαμβάνει τις περιφέρειες στο επίκεντρο με λόγο και συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Επίσης, είναι απαραίτητο να υπάρξει επαναπροσδιορισμός της έννοιας της «ισότητας» με την απόρριψη της παλαιότερης έννοιας της «επαναδιανομής» από τις πιο ανεπτυγμένες περιφέρειες σε όλες τις υπόλοιπες περιφέρειες με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης σε όλες τις περιφέρειες. Όταν υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί για την εξάπλωση της οικονομικής δραστηριότητας από το κέντρο στις περιφέρειες, και ειδικότερα στις λιγότερο ανεπτυγμένες, η εστίαση στις πιο ευημερούσες περιφέρειες σίγουρα δεν ενισχύει τη δικαιοσύνη.
Είναι σημαντικό η εδαφική διάσταση της επόμενης Πολιτικής Συνοχής να διευρυνθεί περαιτέρω και να υιοθετηθεί από την ΕΕ η γεωγραφική ιδιαιτερότητα των νησιωτικών και εξόχως απόκεντρων περιφερειών της ΕΕ με πολιτικές και δράσεις που θα συμβάλλουν στην άμβλυνση αυτών των ιδιαιτεροτήτων.
Τέλος, είναι σκόπιμο να εξεταστεί η προοπτική της διαπεριφερειακής συνεργασίας, στο πρότυπο των «Μακροπεριφερειών». Είναι πλέον σαφές ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τα διοικητικά όρια (και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και τα εθνικά σύνορα) να αποθαρρύνουν ή και να ακυρώνουν συνεργασίες και κοινές πρωτοβουλίες από διαφορετικές Περιφέρειες του ίδιου κράτους ή περισσοτέρων κρατών. Αυτή η δυνατότητα πρέπει να υποστηριχθεί, εάν όχι θεσμικά, δηλαδή σε επίπεδο νομοθετικής/κανονιστικής πρόβλεψης, τουλάχιστον οικονομικά με την παροχή πόρων και χρηματοδοτικών εργαλείων προς αυτή την κατεύθυνση.
Η μετάβαση από την Περιφερειακή Αυτό-διοίκηση στην Περιφερειακή Διακυβέρνηση αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε αυτή την πρόκληση, η μεταρρύθμιση του Καλλικράτη στον Κλεισθένη Ι, ΙΙ, απαιτεί γενναίες τομές σε θεσμικό , οικονομικό και πολιτικό επίπεδο ( λήψης αποφάσεων). Τομές που θα ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο στην Διακυβέρνηση του τόπου μας.