Μια …τολμηρή πρόταση: Ένα Σύμφωνο για τα νησιά

Για να μπορέσει κάποιος να μιλήσει για τα νησιά πρέπει να μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει να ζεις σε αυτά. Να απολαμβάνει τις ομορφιές και να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της νησιωτικής ζωής. Πρωτίστως όμως να ξέρει τι είναι νησί.

 

Ας αρχίσουμε από τα τυπικά. Η Eurostat ορίζει τα νησιά ως εδάφη με ελάχιστη επιφάνεια 1 km², τα οποία βρίσκονται σε ελάχιστη απόσταση 1 km μεταξύ του νησιού και της ηπειρωτικής χώρας, με μόνιμο πληθυσμό άνω των 50 κατοίκων και χωρίς σταθερή φυσική σύνδεση με την ηπειρωτική χώρα.

 

Κάθε νησιωτικό σύμπλεγμα, κάθε ομάδα νησιών αλλά και κάθε μεμονωμένο νησί μέσα σε αυτές τις ομάδες, έχουν τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όσον αφορά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, τον πληθυσμό, το μέγεθος, τη διοικητική οργάνωση, το φυσικό περιβάλλον κ.λπ., εμφανίζοντας έτσι μια μοναδική ποικιλία η οποία αφενός καθιστά αναγκαία τη διαφοροποίηση των προσεγγίσεων, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί την πεποίθηση ότι η νησιωτικότητα θέτει κοινές προκλήσεις για όλα τα νησιά.

 

Αυτό το …παράδοξο σχήμα είναι το βασικό πλαίσιο στο οποίο καλείται να διαμορφωθεί και να υλοποιηθεί η νησιωτική πολιτική.

 

Παραδοσιακά, όσον αφορά τον πολιτικό σχεδιασμό, η νησιωτικότητα θεωρείται ως ένα μόνιμο και αμετάβλητο γεωγραφικό χαρακτηριστικό, το οποίο συνεπάγεται πρόσθετο κόστος (μεταφορές, ενέργεια, διαχείριση αποβλήτων, δημόσιες υπηρεσίες, αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες) που παρεμποδίζει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των νησιών, ενώ τα εκθέτει ιδιαίτερα στην απώλεια της βιοποικιλότητας και την κλιματική αλλαγή.

 

Αυτή η παραδοσιακή προσέγγιση δημιουργεί τρεις διαστάσεις που προσδιορίζουν τη νησιωτικότητα: μικρότητα, απομάκρυνση και ευπάθεια. Οι διαστάσεις αυτές συνθέτουν το πλαίσιο των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα νησιά, ως εξής:

 

  • Δυνατά σημεία: η ποιότητα ζωής, η παρουσία υψηλής πυκνότητας φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου και η ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα, ως δυνητικές πηγές νέου πλούτου και απασχόλησης στα νησιά
  • Αδυναμίες: περιορισμένη προσβασιμότητα, περιορισμένες υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, περιορισμένες ιδιωτικές υπηρεσίες και δίκτυα, έλλειψη οικονομιών κλίμακας και οργάνωσης της αγοράς
  • Ευκαιρίες: η ζήτηση για ποιότητα ζωής, ποιοτικά και ασφαλή τρόφιμα, τουρισμό ειδικού ενδιαφέροντος και υπηρεσίες κατοικίας
  • Απειλές: κλιματική αλλαγή, παγκοσμιοποίηση, οικονομικές κρίσεις, αύξηση των τιμών της ενέργειας, λειψυδρία, υποβάθμιση του εδάφους και εξαφάνιση των αλιευτικών αποθεμάτων

 

Ουσιαστικά, πρόκειται για οικονομικές προκλήσεις, προκλήσεις συνδεσιμότητας ή προσβασιμότητας, πράσινες ή περιβαλλοντικές προκλήσεις, κοινωνικές προκλήσεις και προκλήσεις διακυβέρνησης, που αν και διακριτές κατηγορίες, έχουν και αλληλένδετες πτυχές.

 

Οι οικονομικές προκλήσεις περιλαμβάνουν την ανάγκη εξισορρόπησης της οικονομικής χρήσης των εδαφικών πόρων με την περιορισμένη διαθεσιμότητα των πόρων αυτών, την ανάγκη για υψηλότερες επενδύσεις και κόστος παραγωγής στους βιομηχανικούς τομείς που παρεμποδίζονται από τον παράγοντα της νησιωτικότητας, την αδυναμία να επωφεληθούν από την αστική οικονομική διάχυση λόγω της έλλειψης αστικών κέντρων, η δυσκολία διαφοροποίησης του οικονομικού μοντέλου των νησιών, μειώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών τους (ιδίως των ΜΜΕ), η μέχρι στιγμής περιορισμένη χρήση και τεχνογνωσία στις ΤΠΕ, και η συγκέντρωση σε έναν τομέα (συνήθως τον τουρισμό ή την αλιεία) που οδηγεί σε εξάρτηση και εποχιακή απασχόληση με αποτέλεσμα περιορισμένους οικονομικούς πόρους σε μέσους ετήσιους όρους και περιορισμένη ανάπτυξη πιο βιώσιμων τομέων (π.χ.π.χ. θαλάσσια ενέργεια, υδατοκαλλιέργεια, κ.λπ.).

 

Οι προκλήσεις συνδεσιμότητας ή προσβασιμότητας αναφέρονται στην ανάγκη για κατάλληλη σύνδεση από και προς τα νησιά με βιώσιμες, χαμηλού κόστους και συχνές μεταφορές, στην απόσταση των νησιών από μεγάλες (ευρωπαϊκές και εθνικές) αγορές και αστικά κέντρα που αυξάνει την εξάρτηση από τις τοπικές αγορές και μειώνει τη δυνατότητα ανάπτυξης και μεγέθυνσης των επιχειρήσεων, στο φαινόμενο της διπλής νησιωτικότητας (αποκομμένα από την ηπειρωτική χώρα αλλά και μεταξύ τους), στην έλλειψη αυξημένης τοπικής παραγωγής που οδηγεί σε εισαγωγές αγαθών όπως τρόφιμα, ενέργεια, καύσιμα, υγειονομική περίθαλψη κ.λπ., επηρεάζοντας έτσι τις συνθήκες διαβίωσης, την ανεξαρτησία και την ασφάλεια των νησιών.

 

Οι πράσινες ή περιβαλλοντικές προκλήσεις αναφέρονται στην ευαισθησία και την ευθραυστότητα του οικοσυστήματος των νησιών (που αυξάνεται περαιτέρω από τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, όπως η ξηρασία, η διάβρωση των υδάτων, οι πλημμύρες, κ.λπ.), οι επιπτώσεις δραστηριοτήτων όπως ο τουρισμός στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον (π.χ. ρύπανση, κατανάλωση νερού, κ.λπ.), η ανάγκη αντιμετώπισης της λειψυδρίας με την εξασφάλιση κατάλληλων ποσοτικών και ποιοτικών αποθεμάτων νερού (ιδίως για πόσιμο νερό), η περιορισμένη ικανότητα των νησιών (τόσο από άποψη χώρου όσο και επεξεργασίας) να διαχειριστούν τις αυξημένες ποσότητες αποβλήτων, και οι απομονωμένες και αδύναμες πηγές και δίκτυα ενέργειας των νησιών που οδηγούν σε εισαγωγές ενέργειας και χρήση ορυκτών καυσίμων αντί για πιο “πράσινες” και βιώσιμες επιλογές.

 

Οι κοινωνικές προκλήσεις αφορούν την επίτευξη κοινωνικής ισότητας, δηλ. την παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η κοινωνική φροντίδα, η επικοινωνία στους κατοίκους των νησιών με ίσους όρους, όσο το δυνατόν περισσότερο, με τους κατοίκους της ηπειρωτικής χώρας, την αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης για τον πληθυσμό των νησιών (ιδίως για τους νέους, ώστε να αποτραπεί η αποχώρησή τους), την παροχή δυνατοτήτων αναβάθμισης των δεξιοτήτων τους μέσω της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στα νησιά, την καταπολέμηση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, την αύξηση των ευκαιριών δια βίου μάθησης (που οδηγεί στην επαγγελματική διαφοροποίηση), και τη φιλοξενία -από άποψη τόσο στέγασης όσο και κοινωνικής ένταξης- του μεγάλου αριθμού μεταναστών που έχουν φτάσει στα νησιά (μερικές φορές περισσότεροι από τον τοπικό πληθυσμό).

 

Οι προκλήσεις διακυβέρνησης αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις και επιρροές που αναπτύσσονται μεταξύ των αρχών και των πολιτών, ένα σύνηθες φαινόμενο σε περιοχές με περιορισμένο χώρο ή πληθυσμό, καθώς και στην ανάγκη επανεξέτασης, στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής της ΕΕ, της ταξινόμησης των νησιών και της χρήσης του ΑΕΠ ως μοναδικού κριτηρίου προσδιορισμού του βαθμού ανάπτυξης (πρόσθετοι δείκτες μπορεί να είναι το πρότυπο αγοραστικής δύναμης, ο δείκτης κοινωνικής προόδου, οι επιδόσεις των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ), η ανάγκη για ειδικά επιχειρησιακά προγράμματα για τα νησιά και η έλλειψη εξειδικευμένων στατιστικών δεδομένων για τα νησιά, εμποδίζοντας έτσι την τεκμηριωμένη λήψη αποφάσεων για αυτά.

 

Έχει καταστεί κοινός τόπος ότι πλέον τόσο στην Ελλάδα, (άρθρο 101 του Συντάγματος) όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 174 Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ), υπάρχει μια στέρεη νομική βάση που καθιστά υποχρεωτική την ανάληψη δράσης για τη στήριξη των νησιών.

 

Η ανάπτυξη εξατομικευμένων ευκαιριών, λύσεων και μέτρων πολιτικής για τις νησιωτικές περιοχές αποτελεί μέσο αξιοποίησης των “μειονεκτημάτων” τους για την ανάδειξη των μοναδικών τοπίων τους, της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και των μακροχρόνιων κοινοτήτων των κατοίκων τους και όχι ένα απλό προνόμιο που παραχωρείται από την έννομη τάξη.  Είναι εξαιρετικά σημαντικό να δεσμευτούν όλοι οι φορείς προς την κατεύθυνση της ανάληψης προσπαθειών για την υποστήριξη των νησιών προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.

 

Η δέσμευση αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή ενός Συμφώνου: το Σύμφωνο για τα Νησιά.

 

Ο κύριος άξονας της στρατηγικής που θα αποτυπώνεται σε αυτό το Σύμφωνο εδράζεται στη συμμετοχή των διαφόρων επίπεδων διακυβέρνησης. Η μέθοδος αυτή μπορεί να περιλαμβάνει μια σειρά θεματικών ομάδων εργασίας που θα επικεντρωθούν σε θέματα που έχουν προσδιοριστεί ως προκλήσεις. Μια τέτοια προσέγγιση θα επιτρέψει την ανταλλαγή σχετικών εμπειριών, καθώς και την ανταλλαγή και κεφαλαιοποίηση καλών πρακτικών, διαθέσιμης τεχνογνωσίας και στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών και αναλυτικών εργασιών. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να είναι ο προσδιορισμός των κοινών προκλήσεων, ο καθορισμός των στόχων, η πρόταση δράσεων και οι όροι αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των στρατηγικών. Η δε περαιτέρω προώθηση αυτή της στρατηγικής επιβάλλει την κατά προτεραιότητα μελέτη τριών θεματικών: οικονομικά θέματα, κοινωνικά θέματα και περιβαλλοντικά θέματα με έντονες εδαφικές επιπτώσεις.

 

Τα οικονομικά ζητήματα θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και της ελκυστικότητας των εν λόγω εδαφών, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν πρόσθετα λειτουργικά έξοδα που απορρέουν από τα “μειονεκτήματα” των περιοχών (νησιωτικότητα, περιορισμένος πληθυσμός) και την ανάγκη να επιτραπεί μεγαλύτερη ευελιξία στη χρήση των κρατικών ενισχύσεων σε αυτούς τους τομείς. Η βελτίωση της συνδεσιμότητας των περιοχών αυτών θα πρέπει να επιδιωχθεί με την παροχή πρόσθετων και πιο βιώσιμων μέσων μεταφοράς και τη διευκόλυνση της χρήσης τους από τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η διαφοροποίηση των οικονομιών αυτών των περιοχών θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως μειονέκτημα αλλά ως ευκαιρία για την παροχή οικονομικών μοχλών για τις επιχειρήσεις, καθώς και για την προσέλκυση επενδύσεων στην έρευνα, την καινοτομία και την ψηφιοποίηση με χαρακτηριστικότερα παράδειγμα την επαναφορά των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ.

 

Τα κοινωνικά ζητήματα θα πρέπει να συνεπάγονται την ενίσχυση της χρηστής διακυβέρνησης, την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της ευημερίας στις κοινότητες αυτών των περιοχών, με την αντιμετώπιση των κύριων διαρθρωτικών περιορισμών που τις επηρεάζουν, όπως οι δημογραφικές προκλήσεις, οι σχετικές υποδομές, οι υπηρεσίες και οι στεγαστικές ανάγκες, καθώς και η έλλειψη ευκαιριών όσον αφορά την απασχόληση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων που οδηγεί σε δυσκολίες στην προσέλκυση και τη διατήρηση ταλέντων. Επίσης, θα πρέπει να ενισχυθεί το τοπικό επιχειρηματικό πνεύμα, χωρίς ωστόσο να τίθενται σε κίνδυνο οι ποικίλες παραδόσεις των νησιών και η μοναδική πολιτιστική και γλωσσική κληρονομιά τους.

 

Τα περιβαλλοντικά ζητήματα θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση της ενεργειακής ανασφάλειας των νησιών, μειώνοντας έτσι τις ευπάθειές τους, ενώ, ταυτόχρονα, θα πρέπει να παρέχεται στήριξη προκειμένου οι περιοχές αυτές να επιτύχουν τους στόχους της πράσινης μετάβασης και της απαλλαγής από τον άνθρακα. Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διατήρηση ή/και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των εύθραυστων οικοσυστημάτων αυτών των περιοχών, καθώς και στην παροχή στήριξης για τη διασφάλιση μιας δίκαιης μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων (γη, νερό, πρώτες ύλες κ.λπ.) στις περιοχές αυτές και η προώθηση λύσεων κυκλικής οικονομίας κρίνονται ως ουσιώδεις.

 

Κρίσιμο στοιχείο του Συμφώνου για τα νησιά είναι ο βιώσιμος χαρακτήρας των παρεμβάσεων που θα περιλαμβάνονται σε αυτό. Και η βιωσιμότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποδοχή των παρεμβάσεων από τους νησιώτες. Αυτή η αποδοχή δεν είναι μόνο όρος αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων αλλά και στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης τους. Οι νησιώτες πρέπει να έχουν λόγο τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση των δράσεων που τους αφορούν. Να συμμετέχουν στις σχετικές διαδικασίες. Να καταστεί έτσι το Σύμφωνο για τα νησιά, μια κατάκτηση αλλά και μια απόκτηση των νησιωτών.

 

Για το λόγο αυτό οι νησιώτες χρειάζονται εκπροσώπηση από κάποιον που να γνωρίζει το νησιωτικό τρόπο ζωής, να έχει τεχνογωσία και εμπειρία στη διαμόρφωση πολιτικών για τα νησιά και κυρίως να διαθέτει άποψη και φωνή.

 

Μια τολμηρή φωνή, μια φωνή Ελευθερίας…